μυλακρίς: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ίδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> qui sert à moudre;<br /><b>2</b> (ἡ) blatte <i>insecte qui ronge la farine</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[ἀκρίς]]. | |btext=ίδος<br /><b>1</b> <i>adj. f.</i> qui sert à moudre;<br /><b>2</b> (ἡ) blatte <i>insecte qui ronge la farine</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]], [[ἀκρίς]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυλακρίς]] και [[μυλαβρίς]], -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[μυλακρὶς]] λᾱας» — [[μυλόπετρα]], [[μυλίτης]] [[λίθος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μύλακρος]] «[[μυλόπετρα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] <i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αμπελ</i>-<i>ίς</i>, <i>μηλ</i>-<i>ίς</i>). Η λ. [[επίσης]] έχει συνδεθεί με τη λ. [[ακρίς]] και έχει θεωρηθεί [[είδος]] ακρίδας. Παραδίδεται, [[τέλος]], και ο τ. [[μυλαβρίς]], πιθ. κατ' [[επίδραση]] του επιθ. [[αβρός]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 217] ίδος, ἡ, = μυλαβρίς, Hesych.; auch die Müllerinn, Poll. 7, 180; – μυλακρὶς λᾶας, Mühlstein, Alex. Aet. 5, 31.
French (Bailly abrégé)
ίδος
1 adj. f. qui sert à moudre;
2 (ἡ) blatte insecte qui ronge la farine.
Étymologie: μύλη, ἀκρίς.
Greek Monolingual
μυλακρίς και μυλαβρίς, -ίδος, ἡ (Α)
1. είδος σκαθαριού που ζει σε μύλους και κλιβάνους
2. φρ. «μυλακρὶς λᾱας» — μυλόπετρα, μυλίτης λίθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλακρος «μυλόπετρα» + επίθημα ίς, -ίδος (πρβλ. αμπελ-ίς, μηλ-ίς). Η λ. επίσης έχει συνδεθεί με τη λ. ακρίς και έχει θεωρηθεί είδος ακρίδας. Παραδίδεται, τέλος, και ο τ. μυλαβρίς, πιθ. κατ' επίδραση του επιθ. αβρός].