μύϊνος: Difference between revisions
From LSJ
(6_10) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύϊνος''': -η, -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς μῦν ἢ ἐκ μυός, Ἐτυμ. Μέγ. 790. 4, κτλ. | |lstext='''μύϊνος''': -η, -ον, [[ὅμοιος]] πρὸς μῦν ἢ ἐκ μυός, Ἐτυμ. Μέγ. 790. 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μύϊνος]], -η, -ον (Α) [[μύς]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο [[ποντίκι]] ή αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ποντικού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[δέρμα]] ποντικού. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:00, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A mouse-coloured, EM790.4, Phot.s.v. φαιόν.
German (Pape)
[Seite 216] von Mäusen, E. M. 790, 4, von der Farbe der Mäuse, Hesych. v. φαιόν.
Greek (Liddell-Scott)
μύϊνος: -η, -ον, ὅμοιος πρὸς μῦν ἢ ἐκ μυός, Ἐτυμ. Μέγ. 790. 4, κτλ.
Greek Monolingual
μύϊνος, -η, -ον (Α) μύς
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ποντίκι ή αυτός που έχει το χρώμα του ποντικού
2. αυτός που έχει δέρμα ποντικού.