ὀσμηρός: Difference between revisions
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
(a) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0396.png Seite 396]] = Vorigem, Nic. frg. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0396.png Seite 396]] = Vorigem, Nic. frg. 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀσμηρός]], -ά, -όν)<br />αυτός που αναδίδει [[οσμή]], [[οσμήρης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[οσμηρός]]<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <b>πιθ.</b> το [[φυτό]] [[μηδική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀσμή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>τολμ</i>-<i>ηρός</i>). Η λ. ως επιστημον. όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>osmerus</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, = foreg., Id.Fr.74.57. 2 ὀσμηρός, ὁ, = μηδική, prob. in Ps.-Dsc.2.147.
German (Pape)
[Seite 396] = Vorigem, Nic. frg. 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ὀσμηρός, -ά, -όν)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμήρης
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οσμηρός
ζωολ. γένος σολομονοειδών ευρύαλων ιχθύων της οικογένειας οσμηρίδες, συγγενικών του σολομού και της πέστροφας
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. πιθ. το φυτό μηδική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ηρός (πρβλ. τολμ-ηρός). Η λ. ως επιστημον. όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. osmerus].