μυχλός: Difference between revisions
From LSJ
(6_12) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυχλός''': ἴδε [[μύκλα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μυχλός]]· [[σκολιός]] (;). [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». | |lstext='''μυχλός''': ἴδε [[μύκλα]] ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μυχλός]]· [[σκολιός]] (;). [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μυχλός]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[σκολιός]], [[ὀχευτής]], [[λάγνης]], [[μοιχός]], [[ἀκρατής]]<br />Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[μύκλος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 29 September 2017
English (LSJ)
σκολιός, ὀχευτής, κτλ., Hsch.: Phocian word for
A stallionass, Id.; cf. μύκλα.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
μυχλός: ἴδε μύκλα ΙΙ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «μυχλός· σκολιός (;). ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής. Φωκεῖς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
Greek Monolingual
μυχλός (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σκολιός, ὀχευτής, λάγνης, μοιχός, ἀκρατής
Φωκεῑς δὲ καὶ ὄνους τοὺς ἐπὶ ὀχείαν πεμπομένους».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. μύκλος].