ναιδαμῶς: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(6_3)
(26)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ναιδᾰμῶς''': [[τύπος]] ἰσχυρότερος τοῦ ναί, [[μάλιστα]], βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ [[οὐδαμῶς]] ἢ [[μηδαμῶς]], Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.
|lstext='''ναιδᾰμῶς''': [[τύπος]] ἰσχυρότερος τοῦ ναί, [[μάλιστα]], βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ [[οὐδαμῶς]] ἢ [[μηδαμῶς]], Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.
}}
{{grml
|mltxt=[[ναιδαμῶς]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> (κωμ. τ. του <i>ναι</i>) [[μάλιστα]], βεβαιότατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>ναι</i>-<i>δαμῶς</i> έχει σχηματιστεί <span style="color: red;"><</span> <i>ναί</i>, [[κατά]] τα <i>μη</i>-<i>δαμῶς</i>, <i>οὐ</i>-<i>δαμῶς</i>].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναιδᾰμῶς Medium diacritics: ναιδαμῶς Low diacritics: ναιδαμώς Capitals: ΝΑΙΔΑΜΩΣ
Transliteration A: naidamō̂s Transliteration B: naidamōs Transliteration C: naidamos Beta Code: naidamw=s

English (LSJ)

Com. form of ναί,

   A yes certainly, opp. οὐδαμῶς or μηδαμῶς, Com.Adesp.1086.

German (Pape)

[Seite 227] nach οὐδαμῶς gebildet, als Ggstz dazu, verstärktes ναί, allerdings.

Greek (Liddell-Scott)

ναιδᾰμῶς: τύπος ἰσχυρότερος τοῦ ναί, μάλιστα, βεβαιότατα, ἀντίθετον τῷ οὐδαμῶςμηδαμῶς, Κωμικ. παρ’ Ἡσυχ., ἐκ διορθώσ. τοῦ Sopping. ἀντὶ τοῦ ναειδαμῶς.

Greek Monolingual

ναιδαμῶς (Α)
επίρρ. (κωμ. τ. του ναι) μάλιστα, βεβαιότατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ναι-δαμῶς έχει σχηματιστεί < ναί, κατά τα μη-δαμῶς, οὐ-δαμῶς].