νεόστατος: Difference between revisions
From LSJ
κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education
(6_17) |
(26) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νεόστατος''': -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, [[νεοπαγής]], Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ. | |lstext='''νεόστατος''': -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, [[νεοπαγής]], Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νεόστατος]], -ον (ΑΜ, Α [[κυπριακός]] τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, [[νεοπαγής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[στατός]] (<span style="color: red;"><</span> συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στά</i>- του [[ἵστημι]] / <i>ἵστᾱμι</i>), <b>πρβλ.</b> [[ορθό]]-<i>στατος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
Cypr. νεϝόστατος,
A = νεώτατος, latest, last, τᾶν ἐπαγομενᾶν ν. Inscr.Cypr.134 H.
Greek (Liddell-Scott)
νεόστατος: -ον, νεωστὶ σταθείς, στερεωθείς, νεοπαγής, Κ. Πορφυρ. σ. 91, καὶ Ἀρχαῖα Λεξικ.
Greek Monolingual
νεόστατος, -ον (ΑΜ, Α κυπριακός τ. νεFόστατος, -ον) αυτός που στερεώθηκε πρόσφατα, νεοπαγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + στατός (< συνεσταλμένη βαθμίδα στά- του ἵστημι / ἵστᾱμι), πρβλ. ορθό-στατος].