νευροχονδρώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οἷς μὲν δίδωσιν, οἷς δ' ἀφαιρεῖται τύχηFortuna multos spoliat, alios munerat → Den einen gibt, den andern aber nimmt das Glück

Menander, Monostichoi, 428
(6_7)
(27)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νευροχονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[νεῦρα]] καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.
|lstext='''νευροχονδρώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) ὁ [[νεῦρα]] καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.
}}
{{grml
|mltxt=[[νευροχονδρώδης]], -ῶδες (Μ)<br />αυτός που έχει [[νεύρα]] και χόνδρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεῦρον]] <span style="color: red;">+</span> [[χονδρώδης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χόνδρος]])].
}}
}}

Revision as of 12:02, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νευροχονδρώδης Medium diacritics: νευροχονδρώδης Low diacritics: νευροχονδρώδης Capitals: ΝΕΥΡΟΧΟΝΔΡΩΔΗΣ
Transliteration A: neurochondrṓdēs Transliteration B: neurochondrōdēs Transliteration C: nevrochondrodis Beta Code: neuroxondrw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A neuro-cartilaginous, σῶμα Gal.UP 6.19, cf. 2.619.

Greek (Liddell-Scott)

νευροχονδρώδης: -ες, (εἶδος) ὁ νεῦρα καὶ χόνδρους ἔχων, Γάλην. 4. 157.

Greek Monolingual

νευροχονδρώδης, -ῶδες (Μ)
αυτός που έχει νεύρα και χόνδρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + χονδρώδης (< χόνδρος)].