περισαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
(Autenrieth)
(32)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[wag]] the [[tail]] [[about]] [[one]], [[fawn]] [[upon]]; τινά (οὐρῇσιν), ‘[[with]] [[their]] tails,’ i. e. wagging [[them]], Od. 10.215. (Od.)
|auten=[[wag]] the [[tail]] [[about]] [[one]], [[fawn]] [[upon]]; τινά (οὐρῇσιν), ‘[[with]] [[their]] tails,’ i. e. wagging [[them]], Od. 10.215. (Od.)
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, επικ. τ. [[περισσαίνω]] Α<br /><b>1.</b> (για σκύλους) [[κουνώ]] την [[ουρά]] [[γύρω]] από κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[περιτριγυρίζω]] κάποιον, τον [[ακολουθώ]] δουλικά, τον [[κολακεύω]] ταπεινά, τον [[θυμιατίζω]] με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[σαίνω]] «[[κουνώ]] την [[ουρά]], [[περιποιούμαι]], [[κολακεύω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:03, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισαίνω Medium diacritics: περισαίνω Low diacritics: περισαίνω Capitals: ΠΕΡΙΣΑΙΝΩ
Transliteration A: perisaínō Transliteration B: perisainō Transliteration C: perisaino Beta Code: perisai/nw

English (LSJ)

Ep. περισσ-,

   A wag the tail round, fawn upon, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Od.16.4 ; οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες 10.215 ; of σαργοί, Opp.H.4.361 : metaph., π. γλώσσῃσιν Orph.L.430, cf. Them.Or.7.92d, 21.258d ; τινὰ ὡς δεσπότην Simp. in Epict.p.52 D.

German (Pape)

[Seite 590] poet. περισσαίνω, umwedeln, umschmeicheln, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες, Od. 16, 4. 10, οὐρῇσι, 10, 215; übertr., γλώσσῃ, Orph. Lith. 11, 86.

Greek (Liddell-Scott)

περισαίνω: Ἐπικ. περισσ-, κινῶ τὴν οὐρὰν περί τινα, Τηλέμαχον δὲ περίσσαινον κύνες Ὀδ. Π. 4· οὐρῇσιν μακρῇσι περισσαίνοντες Κ. 215· μεταφορ., π. γλώσσῃ, κολακεύειν, Ὀρφ. Λιθ. 424.

English (Autenrieth)

wag the tail about one, fawn upon; τινά (οὐρῇσιν), ‘with their tails,’ i. e. wagging them, Od. 10.215. (Od.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, επικ. τ. περισσαίνω Α
1. (για σκύλους) κουνώ την ουρά γύρω από κάποιον
2. μτφ. περιτριγυρίζω κάποιον, τον ακολουθώ δουλικά, τον κολακεύω ταπεινά, τον θυμιατίζω με ευτελή τρόπο (α. «οι ανόητοι περισαίνουν τους ισχυρούς της ημέρας» β. «περισαίνειν τινὰ ὡς δεσπότην», Σιμπλίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σαίνω «κουνώ την ουρά, περιποιούμαι, κολακεύω»].