Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

οἰωνοπόλος: Difference between revisions

From LSJ

Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid

Menander, Monostichoi, 58
(SL_2)
(28)
Line 21: Line 21:
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[οἰωνοπόλος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[bird]] [[augury]] ὅ γε Μέλαμπος [[θέμενος]] οἰωνοπόλον [[γέρας]] (cf. Apoll., Bibl. 1. 9. 11, ὁ δὲ (sc. [[Μελάμπους]]) — [[τῶν]] ὑπερπετομένων ὀρνέων [[τὰς]] φωνὰς [[συνίει]], καὶ παρ' ἐκείνων μανθάνων προύλεγε τοῖς ἀνθρώποις τὰ μέλλοντα) (Pae. 4.30)
|sltr=[[οἰωνοπόλος]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> of [[bird]] [[augury]] ὅ γε Μέλαμπος [[θέμενος]] οἰωνοπόλον [[γέρας]] (cf. Apoll., Bibl. 1. 9. 11, ὁ δὲ (sc. [[Μελάμπους]]) — [[τῶν]] ὑπερπετομένων ὀρνέων [[τὰς]] φωνὰς [[συνίει]], καὶ παρ' ἐκείνων μανθάνων προύλεγε τοῖς ἀνθρώποις τὰ μέλλοντα) (Pae. 4.30)
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰωνοπόλος]], ὁ (Α)<br />[[οιωνοσκόπος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἰωνός]] <span style="color: red;">+</span> -[[πόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πέλω]] / [[πέλομαι]] «περιφέρομαι»), <b>πρβλ.</b> [[θαλαμηπόλος]], <i>θεσμο</i>-[[πόλος]].
}}
}}

Revision as of 12:04, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοπόλος Medium diacritics: οἰωνοπόλος Low diacritics: οιωνοπόλος Capitals: ΟΙΩΝΟΠΟΛΟΣ
Transliteration A: oiōnopólos Transliteration B: oiōnopolos Transliteration C: oionopolos Beta Code: oi)wnopo/los

English (LSJ)

ὁ,

   A one busied with the flight and cries of birds, an augur, Il.1.69,6.76, A.Supp.57(lyr.) ;=Lat. augur, D.H.2.64,3.69 : as Adj., -πόλον γέρας Pi.Pae.4.30.

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοπόλος: ὁ, (πέλω, πολέω) ὁ ἀσχολούμενος εἰς τὴν ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν μαντείαν, μάντις, ὡς οἰωνιστής, οἰωνόμαντις, Ἰλ. Α. 69, Ζ. 76, Αἰσχύλ. Ἱκ. 57, Διον. Ἁλ. 3. 69, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui prédit l’avenir d’après le vol ou le cri des oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, πέλω.

English (Autenrieth)

(πολέω): versed in omens drawn from birds, seer, pl., Il. 1.69 and Il. 6.76.

English (Slater)

οἰωνοπόλος
   1 of bird augury ὅ γε Μέλαμπος θέμενος οἰωνοπόλον γέρας (cf. Apoll., Bibl. 1. 9. 11, ὁ δὲ (sc. Μελάμπους) — τῶν ὑπερπετομένων ὀρνέων τὰς φωνὰς συνίει, καὶ παρ' ἐκείνων μανθάνων προύλεγε τοῖς ἀνθρώποις τὰ μέλλοντα) (Pae. 4.30)

Greek Monolingual

οἰωνοπόλος, ὁ (Α)
οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -πόλος (< πέλω / πέλομαι «περιφέρομαι»), πρβλ. θαλαμηπόλος, θεσμο-πόλος.