πολυτροπία: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />souplesse, habileté.<br />'''Étymologie:''' [[πολύτροπος]].
}}
{{grml
|mltxt=και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α [[πολύτροπος]]<br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του πολύτροπου, [[πανουργία]], [[δολιότητα]]<br /><b>2.</b> [[πολλαπλότητα]], [[ποικιλία]] («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς [[καινότης]] τε καὶ [[πολυτροπία]]», Διον. Αλ.).
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτροπία Medium diacritics: πολυτροπία Low diacritics: πολυτροπία Capitals: ΠΟΛΥΤΡΟΠΙΑ
Transliteration A: polytropía Transliteration B: polytropia Transliteration C: polytropia Beta Code: polutropi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A versatility, craft, Hdt.2.121.έ.    II multifariousness, variety, Hp.Acut.3 (pl.), D.H.Amm.2.3, Corn.ND25, M.Ant.12.24.

German (Pape)

[Seite 675] ἡ, Gewandtheit, Verschlagenheit; Her. 2, 121, 5; Thuc. 3, 83; Sp., M. Ant. 12, 24.

Greek (Liddell-Scott)

πολυτροπία: Ἰων. -ίη, ἡ, εὐστροφία, πανουργία, δολιότης, Ἡρόδ. 2. 121, 5, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 12. 24. ΙΙ. πολλαπλότης, ποικιλία, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 383, Διον. Ἁλ. Ἐπιστ. 2. π. Ἀμμών. 3.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
souplesse, habileté.
Étymologie: πολύτροπος.

Greek Monolingual

και ιων. τ. πολυτροπίη, ἡ, Α πολύτροπος
1. η ιδιότητα του πολύτροπου, πανουργία, δολιότητα
2. πολλαπλότητα, ποικιλία («ἡ ἐν τοῑς σχηματισμοῑς καινότης τε καὶ πολυτροπία», Διον. Αλ.).