παρετάζω: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6_2)
(31)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''παρετάζω''': [[ἐξετάζω]] τι συγκρίνων αὐτὸ πρὸς [[ἄλλο]], [[παραβάλλω]], Ἡσύχ.
|lstext='''παρετάζω''': [[ἐξετάζω]] τι συγκρίνων αὐτὸ πρὸς [[ἄλλο]], [[παραβάλλω]], Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (Κατά τον <b>Ησύχ.</b>) [[εξετάζω]] [[κάτι]] συγκρίνοντας το με [[κάτι]] [[άλλο]], [[παραβάλλω]]<br /><b>2.</b> [[θεωρώ]] [[κάτι]] ως αποδεκτό, [[επιδοκιμάζω]]<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>παρετάζομαι</i><br />[[πετυχαίνω]] τη [[συγκατάθεση]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἐτάζω]] «[[εξετάζω]], [[ερευνώ]]»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρετάζω Medium diacritics: παρετάζω Low diacritics: παρετάζω Capitals: ΠΑΡΕΤΑΖΩ
Transliteration A: paretázō Transliteration B: paretazō Transliteration C: paretazo Beta Code: pareta/zw

English (LSJ)

   A put beside and compare, Hsch.    IIapprove, ὅτινι ἂμ μὴ . . παρετάξωνσι ὁμοθυμαδόν IG5(2).6.28 (Tegea, iv B. C.).    2Med., aor. part. παρηεταξάμενος, c. acc., after obtaining the consent of, ib.3.20 (ibid.). (Perh. from πάρ (h) ετος (παρίημι) 'regard as admissible'.)

German (Pape)

[Seite 519] danebenstellen und vergleichen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

παρετάζω: ἐξετάζω τι συγκρίνων αὐτὸ πρὸς ἄλλο, παραβάλλω, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

Α
1. (Κατά τον Ησύχ.) εξετάζω κάτι συγκρίνοντας το με κάτι άλλο, παραβάλλω
2. θεωρώ κάτι ως αποδεκτό, επιδοκιμάζω
3. μέσ. παρετάζομαι
πετυχαίνω τη συγκατάθεση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἐτάζω «εξετάζω, ερευνώ»].