πολιοκόρσης: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
(6_19)
 
(33)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολιοκόρσης''': -ου, ὁ, = [[πολιοκρόταφος]], Νικήτ. Χρον. 160Α.
|lstext='''πολιοκόρσης''': -ου, ὁ, = [[πολιοκρόταφος]], Νικήτ. Χρον. 160Α.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που έχει γκρίζες [[τρίχες]] στους κροτάφους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πολιός]] «[[ψαρός]], [[υπόλευκος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κόρση]] «[[κρόταφος]]»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πολιοκόρσης: -ου, ὁ, = πολιοκρόταφος, Νικήτ. Χρον. 160Α.

Greek Monolingual

ὁ, Μ
αυτός που έχει γκρίζες τρίχες στους κροτάφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός «ψαρός, υπόλευκος» + κόρση «κρόταφος»].