ξιφοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue avec l’épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue avec l’épée.<br />'''Étymologie:''' [[ξίφος]], [[κτείνω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ξιφοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει με [[ξίφος]] (α. «[[ξιφοκτόνος]] χέρας», <b>Σοφ.</b><br />β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξίφος]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>μητρο</i>-[[κτόνος]].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῐφοκτόνος Medium diacritics: ξιφοκτόνος Low diacritics: ξιφοκτόνος Capitals: ΞΙΦΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: xiphoktónos Transliteration B: xiphoktonos Transliteration C: ksifoktonos Beta Code: cifokto/nos

English (LSJ)

ον,

   A slaying with the sword, χέρες S.Aj.10 ; δίωγμα E.Hel.354 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 280] mit dem Schwerte tödtend; χέρες, Soph. Ai. 10; ξιφοκτόνον δίωγμα λαιμορύτου σφαγᾶς, Eur. Hel. 630; einzeln bei Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξῐφοκτόνος: -ον, ὁ διὰ τοῦ ξίφους φονεύων, Σοφ. Αἴ. 10· πρβλ. δίωγμα.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue avec l’épée.
Étymologie: ξίφος, κτείνω.

Greek Monolingual

ξιφοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει με ξίφος (α. «ξιφοκτόνος χέρας», Σοφ.
β. «ξιφοκτόνον διωγμόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. μητρο-κτόνος.