ξηροπυρία: Difference between revisions

From LSJ

δεξιὸν εἰς ὑπόδημα, ἀριστερὸν εἰς ποδάνιπτρα → the right foot into a shoe, the left into a foot-bath | of one who is ready for anything

Source
(6_10)
(27)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξηροπῠρία''': ἡ, λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatorium, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 600.
|lstext='''ξηροπῠρία''': ἡ, λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatorium, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 600.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξηροπυρία]], ἡ (Α)<br />[[λουτρό]] με ατμό, [[ατμόλουτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξηρός]] <span style="color: red;">+</span> [[πυρία]] «[[ατμόλουτρο]]»].
}}
}}

Revision as of 12:06, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηροπῠρία Medium diacritics: ξηροπυρία Low diacritics: ξηροπυρία Capitals: ΞΗΡΟΠΥΡΙΑ
Transliteration A: xēropyría Transliteration B: xēropyria Transliteration C: ksiropyria Beta Code: chropuri/a

English (LSJ)

ἡ, Medic.,

   A application of dry heat, Aët.16.29, Sch.Nic.Al.586, Gloss.

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, trocknes Schwitzbad, Schol. Nic. Al. 600.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροπῠρία: ἡ, λουτρὸν δι’ ἀτμοῦ, Λατ. sudatorium, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 600.

Greek Monolingual

ξηροπυρία, ἡ (Α)
λουτρό με ατμό, ατμόλουτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + πυρία «ατμόλουτρο»].