ξυλομιγής: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(6_7) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξῠλομιγής''': -ές, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ξυλαρίων, Στράβ. 871. | |lstext='''ξῠλομιγής''': -ές, ὁ μεμιγμένος [[μετὰ]] ξυλαρίων, Στράβ. 871. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ξυλομιγής]], -ές (Α)<br />αναμεμιγμένος με [[ξύλο]] («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -[[μιγής]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>μιγτον μ</i>[[ε]]<i>ίγνυμι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>αργυρο</i>-[[μιγής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:06, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A mixed with wood, Str.12.7.3.
German (Pape)
[Seite 281] ές, mit Holz gemischt, Strabo 12, 7, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ξῠλομιγής: -ές, ὁ μεμιγμένος μετὰ ξυλαρίων, Στράβ. 871.
Greek Monolingual
ξυλομιγής, -ές (Α)
αναμεμιγμένος με ξύλο («μῑγμα ξυλομιγὲς καὶ γεωμιγές», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + -μιγής (< θ. μιγτον μείγνυμι), πρβλ. αργυρο-μιγής.