ὀθονιοπώλης: Difference between revisions
From LSJ
Sophocles, Oedipus Coloneus l. 1225
(6_19) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀθονιοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀθόνια, Γλωσσ. | |lstext='''ὀθονιοπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀθόνια, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀθονιοπώλης]], ὁ (Μ)<br />αυτός που πουλά οθόνια, [[έμπορος]] λινών υφασμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀθόνιον]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πωλῶ</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A linen-merchant, UPZ109.13 (i B. C.), v.l. in Dsc.5.134 ; = lintearius, Gloss.
German (Pape)
[Seite 296] ὁ, Leinwandhändler.
Greek (Liddell-Scott)
ὀθονιοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀθόνια, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀθονιοπώλης, ὁ (Μ)
αυτός που πουλά οθόνια, έμπορος λινών υφασμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνιον + -πώλης (< πωλῶ)].