οἰνοθήρας: Difference between revisions
ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.
(6_19) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''οἰνοθήρας''': -ου, ὁ, [[φυτόν]] τι, οὗ ἡ [[ῥίζα]] ἔχει ὀσμὴν οἴνου ἢ ἐχρησίμευεν εἰς παρασκευὴν οἴνου· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφ., τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19. 1, φέρεται [[ὀνοθήρας]], ὡς παρὰ Διοσκ. 4. 118 καὶ Γαλην., [[ὅστις]] δίδει εἰς αὐτὸ καὶ τὰ ὀνόματα, [[ὀνάγρα]], [[ὄνουρις]] (ἢ ὀνόθουρις)· ὁ Πλίνιος καλεῖ αὐτὸ onothera καὶ onotheris. | |lstext='''οἰνοθήρας''': -ου, ὁ, [[φυτόν]] τι, οὗ ἡ [[ῥίζα]] ἔχει ὀσμὴν οἴνου ἢ ἐχρησίμευεν εἰς παρασκευὴν οἴνου· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφ., τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19. 1, φέρεται [[ὀνοθήρας]], ὡς παρὰ Διοσκ. 4. 118 καὶ Γαλην., [[ὅστις]] δίδει εἰς αὐτὸ καὶ τὰ ὀνόματα, [[ὀνάγρα]], [[ὄνουρις]] (ἢ ὀνόθουρις)· ὁ Πλίνιος καλεῖ αὐτὸ onothera καὶ onotheris. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[οἰνοθήρας]] ὁ (Α)<br />(πιθ. γρφ.) [[φυτό]] του οποίου η [[ρίζα]] είχε [[οσμή]] οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θήρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θήρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>χρυσο</i>-<i>θήρας</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:07, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ, a plant
A the root of which smells of wine or was used to flavour wine ; but in the best Mss. of Thphr.HP 9.19.1 it is ὀνοθήρας, as in Dsc.4.117 and Gal.12.89 ; called also ὀνάγρα, Gal.l.c., and ὀνόθουρις ibid., Aët.15.15 ; cf. onothuris, Plin. HN24.167.
Greek (Liddell-Scott)
οἰνοθήρας: -ου, ὁ, φυτόν τι, οὗ ἡ ῥίζα ἔχει ὀσμὴν οἴνου ἢ ἐχρησίμευεν εἰς παρασκευὴν οἴνου· ἀλλ’ ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν Ἀντιγράφ., τοῦ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 19. 1, φέρεται ὀνοθήρας, ὡς παρὰ Διοσκ. 4. 118 καὶ Γαλην., ὅστις δίδει εἰς αὐτὸ καὶ τὰ ὀνόματα, ὀνάγρα, ὄνουρις (ἢ ὀνόθουρις)· ὁ Πλίνιος καλεῖ αὐτὸ onothera καὶ onotheris.
Greek Monolingual
οἰνοθήρας ὁ (Α)
(πιθ. γρφ.) φυτό του οποίου η ρίζα είχε οσμή οίνου ή χρησίμευε για αρωματισμό του οίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -θήρας (< θήρα), πρβλ. χρυσο-θήρας].