Οἰνόη: Difference between revisions

From LSJ

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Œnoè (est), <i>dème attique de la tribu Æantide</i>;<br /><b>2</b> Œnoè (ouest), <i>dème attique de la tribu Hippothoontide</i>.
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> Œnoè (est), <i>dème attique de la tribu Æantide</i>;<br /><b>2</b> Œnoè (ouest), <i>dème attique de la tribu Hippothoontide</i>.
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[Οινόη]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ονομασία]] [[πέντε]] μικρών σημερινών χωριών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ονομασία]] δύο αττικών δήμων: α) της φυλής <i>Ιπποθοωντίδος</i> στα [[σύνορα]] με τη Βοιωτία, [[κοντά]] στις Ελευθερές<br />β) της φυλής <i>Αιαντίδος</i>, ΒΔ του Μαραθώνα<br /><b>2.</b> μικρή [[πόλη]] στην Αργολίδα που πήρε την [[ονομασία]] της από τον βασιλιά της Καλυδώνος Οινέα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> <i>οίη</i> (Ι)].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Οἰνόη Medium diacritics: Οἰνόη Low diacritics: Οινόη Capitals: ΟΙΝΟΗ
Transliteration A: Oinóē Transliteration B: Oinoē Transliteration C: Oinoi Beta Code: *oi)no/h

English (LSJ)

ἡ, (οἶνος)

   A Oenoë, name of two Attic demes,    1 of the φυλὴ Ἱπποθοωντίς, on the Boeot. frontier near Eleutherae, Hdt.5.74, Th.2.18, Str.8.6.16 (Οἰνώνη codd.).    2 of the φυλὴ Αἰαντίς, near Marathon ; Οἰνόη or Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, prov. of self-inflicted ruin, Zen.5.29, Hsch. : loc. pl. Οἰνόησι IG12.845.5.    II Adj. Οἰναῖος, belonging to one of these demes, ib.22.99,1623.5, 1926.130, etc. ; also Οἰνοαῖος SIG541A3 (Delph., iii B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

Οἰνόη: ἡ, (οἶνος, Böckh εἰς Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 933), ὄνομ. δύο Ἀττ. δήμων, 1) τῆς φυλῆς Ἱπποθρωντίδος, ἐπὶ τῶν Βοιωτικῶν συνόρων πλησίον τῶν Ἐλευθερῶν, Ἡρόδ. 5. 74, Θουκ. 2. 18, Στράβ. 375. 2) τῆς φυλῆς Αἰαντίδος, παρὰ τὸν Μαραθῶνα, Οἰνόη ἢ Οἰναῖοι τὴν χαράδραν, παροιμ. ἐπὶ ὀλέθρου ὃν ἐπιφέρει τις εἰς ἑαυτόν· ἴδε τὸ διήγημα παρὰ Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ζηνόβ. 5.29 καὶ Ἡσύχ. ΙΙ. Οἰναῖοι, οἱ, οἱ τοὺς δήμους τούτους οἰκοῦντες, Συλλ. Ἐπιγρ. 158Α. 12.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 Œnoè (est), dème attique de la tribu Æantide;
2 Œnoè (ouest), dème attique de la tribu Hippothoontide.

Greek Monolingual

η (Α Οινόη)
νεοελλ.
ονομασία πέντε μικρών σημερινών χωριών
αρχ.
1. ονομασία δύο αττικών δήμων: α) της φυλής Ιπποθοωντίδος στα σύνορα με τη Βοιωτία, κοντά στις Ελευθερές
β) της φυλής Αιαντίδος, ΒΔ του Μαραθώνα
2. μικρή πόλη στην Αργολίδα που πήρε την ονομασία της από τον βασιλιά της Καλυδώνος Οινέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. οίη (Ι)].