οἰνοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui aime le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χαίρω]].
|btext=ής, ές :<br />qui aime le vin.<br />'''Étymologie:''' [[οἶνος]], [[χαίρω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[οἰνοχαρής]], -ές)<br />αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται [[ηδονή]] να πίνει [[κρασί]], [[μανιακός]] [[οινοπότης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶνος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αιμο</i>-<i>χαρής</i>].
}}
}}

Revision as of 12:07, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰνοχᾰρής Medium diacritics: οἰνοχαρής Low diacritics: οινοχαρής Capitals: ΟΙΝΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: oinocharḗs Transliteration B: oinocharēs Transliteration C: oinocharis Beta Code: oi)noxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A merry with wine, IG14.2125 ; as a nickname, ib.3.1379.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνοχᾰρής: -ές, ὁ χαίρων, ὁ ἀγαπῶν νὰ πίνῃ οἶνον, Ἀνθ. Π. παράρτ. 225.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime le vin.
Étymologie: οἶνος, χαίρω.

Greek Monolingual

-ές (Α οἰνοχαρής, -ές)
αυτός που χαίρεται, που αισθάνεται ηδονή να πίνει κρασί, μανιακός οινοπότης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + -χαρής (< χαίρομαι), πρβλ. αιμο-χαρής].