ὁλάργυρος: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(28) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁλάργῠρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ὅλος]] ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C. | |lstext='''ὁλάργῠρος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, [[ὅλος]] ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ὁλάργυρος]], -ον, Α και [[ὁλοάργυρος]], -ον)<br />αυτός που [[είναι]] [[ολόκληρος]] κατασκευασμένος από άργυρο, [[ασημένιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ολ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄργυρος]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A of solid silver, Ptol.Euerg.9 J., Callix.2 ; νόμισμα Ph.2.276.
German (Pape)
[Seite 318] ganz silbern, τράπεζα, Ath. V, 199 c.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλάργῠρος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὅλος ἐξ ἀργύρου, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199C.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁλάργυρος, -ον, Α και ὁλοάργυρος, -ον)
αυτός που είναι ολόκληρος κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ολ(ο)- + ἄργυρος].