ὀμιχλώδης: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
(6_7) |
(28) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀμιχλώδης''': -ες, = [[ὀμιχλοειδής]], ὃ ἴδε. | |lstext='''ὀμιχλώδης''': -ες, = [[ὀμιχλοειδής]], ὃ ἴδε. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες (Α [[ὀμιχλώδης]] και [[ὁμιχλώδης]], -ῶδες) [[ομίχλη]]<br />[[γεμάτος]] [[ομίχλη]] («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους [[διαφερόντως]]», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ομιχλώδης]] [[έρημος]]»<br /><b>γεωλ.</b> [[περιοχή]] της χέρσου που καλύπτεται από [[ομίχλη]] [[κατά]] τη μεγαλύτερη [[διάρκεια]] του έτους [[αλλά]] δέχεται ελάχιστες ή [[καθόλου]] βροχοπτώσεις. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:08, 29 September 2017
English (LSJ)
A v. ὀμιχλοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
ὀμιχλώδης: -ες, = ὀμιχλοειδής, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
-ες (Α ὀμιχλώδης και ὁμιχλώδης, -ῶδες) ομίχλη
γεμάτος ομίχλη («οὔσης δὲ τῆς ἡμέρας ὀμιχλώδους διαφερόντως», Πολ.)
νεοελλ.
φρ. «ομιχλώδης έρημος»
γεωλ. περιοχή της χέρσου που καλύπτεται από ομίχλη κατά τη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους αλλά δέχεται ελάχιστες ή καθόλου βροχοπτώσεις.