ὁμοιοχρώματος: Difference between revisions

From LSJ

οὐδέπω κακῶν κρηπὶς ὕπεστιν → we have not yet got to the bottom of misery

Source
(6_16)
(28)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμοιοχρώμᾰτος''': -ον, = τῷ προηγ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Α.
|lstext='''ὁμοιοχρώμᾰτος''': -ον, = τῷ προηγ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμοιοχρώματος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει το ίδιο [[χρώμα]] με έναν [[άλλο]], [[ομοιόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομοι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρῶμα]], -<i>ατος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:09, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοχρώμᾰτος Medium diacritics: ὁμοιοχρώματος Low diacritics: ομοιοχρώματος Capitals: ΟΜΟΙΟΧΡΩΜΑΤΟΣ
Transliteration A: homoiochrṓmatos Transliteration B: homoiochrōmatos Transliteration C: omoiochromatos Beta Code: o(moioxrw/matos

English (LSJ)

ον,

   A of like colour, Callix.2.

German (Pape)

[Seite 336] von gleicher Farbe, Callix. bei Ath. V, 202 a.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοχρώμᾰτος: -ον, = τῷ προηγ., Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 202Α.

Greek Monolingual

ὁμοιοχρώματος, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με έναν άλλο, ομοιόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + χρῶμα, -ατος].