ὀνόγαστρις: Difference between revisions
From LSJ
πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → the critical moment will turn out to be the teacher of many things
(6_12) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀνόγαστρις''': -ιος, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖαν γαστέρα, [[προγάστωρ]], Κωμικ. Ἀνών. 272 («ἐπὶ τῶν ἄρρυθμον καὶ μεγάλην γαστέρα ἐχόντων» Α. Β. 54). | |lstext='''ὀνόγαστρις''': -ιος, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖαν γαστέρα, [[προγάστωρ]], Κωμικ. Ἀνών. 272 («ἐπὶ τῶν ἄρρυθμον καὶ μεγάλην γαστέρα ἐχόντων» Α. Β. 54). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀνόγαστρις]], ἡ (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτή που έχει [[μεγάλη]] [[κοιλιά]], [[προγάστωρ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄνος]] <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ιος, ἡ,
A fat paunch, Com.Adesp. 878.
German (Pape)
[Seite 347] ὁ, Dickwanst, B. A. 55.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνόγαστρις: -ιος, ἡ, ὁ ἔχων παχεῖαν γαστέρα, προγάστωρ, Κωμικ. Ἀνών. 272 («ἐπὶ τῶν ἄρρυθμον καὶ μεγάλην γαστέρα ἐχόντων» Α. Β. 54).
Greek Monolingual
ὀνόγαστρις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) αυτή που έχει μεγάλη κοιλιά, προγάστωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + γαστήρ, γαστρός].