ὀξυδερκία: Difference between revisions
From LSJ
Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)
(b) |
(29) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ἡ, = [[ὀξυδέρκεια]], Apollod. 3, 10, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0352.png Seite 352]] ἡ, = [[ὀξυδέρκεια]], Apollod. 3, 10, 2. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὀξυδεκρία και [[ὀξυδορκία]] και ιων. τ. ὀξυδερκείη και ὀξυδερκίη, ἡ (Α) [[οξυδερκής]]<br />[[οξυδέρκεια]], [[οξεία]] όραση. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:09, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A sharp-sightedness, αἰσθήσεων Epicur.Nat.28Fr.6, cf. Apollod. 3.10.3, Gal.14.241, Alex.Aphr.in Top.258.17, etc.: Ion. ὀξυ-δερκείη Democr.119.
German (Pape)
[Seite 352] ἡ, = ὀξυδέρκεια, Apollod. 3, 10, 2.
Greek Monolingual
ὀξυδεκρία και ὀξυδορκία και ιων. τ. ὀξυδερκείη και ὀξυδερκίη, ἡ (Α) οξυδερκής
οξυδέρκεια, οξεία όραση.