ὀπωροπώλης: Difference between revisions

From LSJ

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
(6_19)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀπωροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ [[ὀπωρώνης]], ἦτο ἡ Ἀττικὴ [[λέξις]], «[[ὀπωροπώλης]] τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι [[ὀπωρώνης]], ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν.
|lstext='''ὀπωροπώλης''': -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ [[ὀπωρώνης]], ἦτο ἡ Ἀττικὴ [[λέξις]], «[[ὀπωροπώλης]] τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι [[ὀπωρώνης]], ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν.
}}
{{grml
|mltxt=ο (ΑΜ [[ὀπωροπώλης]], Α θηλ. [[ὀπωρόπωλις]], -ιδος)<br />αυτός που πουλά οπώρες, [[μανάβης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπωροπώλης Medium diacritics: ὀπωροπώλης Low diacritics: οπωροπώλης Capitals: ΟΠΩΡΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: opōropṓlēs Transliteration B: opōropōlēs Transliteration C: oporopolis Beta Code: o)pwropw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A fruiterer, POxy.980 (iii A. D.), 1133.7 (iv A. D.), Hsch. s.v. ὡραιοπώλης; gen. -πώλη MAMA3.359 (Corycus); but ὀπωρώνης was the Att. word acc. to Phryn.181.

German (Pape)

[Seite 365] ὁ, Obsthändler, Poll. 6, 128.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπωροπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν ὀπώρας, Ἡσύχ. ἐν λ. ὡραιοπώλας· ἀλλ’ ὀπωρώνης, ἦτο ἡ Ἀττικὴ λέξις, «ὀπωροπώλης τοῦθ’ οἱ ἀγοραῖοι λέγουσιν· οἱ δὲ πεπαιδευμένοι ὀπωρώνης, ὡς καὶ Δημοσθένης» Φρύνιχ. 206. - Θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος, μεταγεν.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ ὀπωροπώλης, Α θηλ. ὀπωρόπωλις, -ιδος)
αυτός που πουλά οπώρες, μανάβης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -πώλης].