ὀρθρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(6_3)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθρίδιος''': [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄρθριος]], Ἀνθ. Π. 5. 3.
|lstext='''ὀρθρίδιος''': [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[ὄρθριος]], Ἀνθ. Π. 5. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθρίδιος]], -ίη, -ον (Α)<br />όρθριος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>όρθρος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>αιφν</i>-[[ίδιος]], <i>παυρ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθρίδιος Medium diacritics: ὀρθρίδιος Low diacritics: ορθρίδιος Capitals: ΟΡΘΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: orthrídios Transliteration B: orthridios Transliteration C: orthridios Beta Code: o)rqri/dios

English (LSJ)

[ρῐ], η, ον, poet. for ὄρθριος, AP5.2 (Antip. Thess.).

German (Pape)

[Seite 377] poet. = ὄρθριος, τί γὰρ σὴν εὐνέτιν Ἠῶ οὕτως ὀρθριδίην ἤλασας ἐκ λεχέων; Antp. Th. 5 (V, 3).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθρίδιος: [ῐ], -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ὄρθριος, Ἀνθ. Π. 5. 3.

Greek Monolingual

ὀρθρίδιος, -ίη, -ον (Α)
όρθριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < όρθρος + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. αιφν-ίδιος, παυρ-ίδιος)].