ὀρειχάλκινος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλοκαλοῦμέν τε γὰρ μετ' εὐτελείας καὶ φιλοσοφοῦμεν ἄνευ μαλακίας → Our love of what is beautiful does not lead to extravagance; our love of the things of the mind does not makes us soft.
(6_11) |
(29) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀρειχάλκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, [[στήλη]] Πλάτ. Κριτί. 119C. | |lstext='''ὀρειχάλκῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, [[στήλη]] Πλάτ. Κριτί. 119C. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ὀρειχάλκινος]], -ίνη, -ον) [[ορείχαλκος]]<br />κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ορειχάλκινη [[εποχή]]» — η δεύτερη προϊστορική [[περίοδος]] της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:10, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον,
A of orichalc, στήλη Pl.Criti.119c, cf. IG22.1533.24 (iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 372] aus dem folgenden Metalle gemacht; στήλη, Plat. Critia. 119 c; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρειχάλκῐνος: -η, -ον, ὁ ἐξ ὀρειχάλκου, στήλη Πλάτ. Κριτί. 119C.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ὀρειχάλκινος, -ίνη, -ον) ορείχαλκος
κατασκευασμένος από ορείχαλκο, μπρούντζινος («ἐν στήλῃ γεγραμμένα ὀρειχαλκίνῃ», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. αυτός που αναφέρεται στον ορείχαλκο ή χαρακτηρίζεται από αυτόν
2. φρ. «ορειχάλκινη εποχή» — η δεύτερη προϊστορική περίοδος της μεταλλικής εποχής της ιστορίας του ανθρώπου.