ὀσμώδης: Difference between revisions

From LSJ

πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart

Menander, Monostichoi, 227
(6_7)
(29)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀσμώδης''': -ες, = [[ὀσμήρης]], Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.
|lstext='''ὀσμώδης''': -ες, = [[ὀσμήρης]], Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀσμώδης]], -ῶδες (Α) [[οσμή]]<br />[[πλήρης]] οσμής, [[οσμήρης]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμώδης Medium diacritics: ὀσμώδης Low diacritics: οσμώδης Capitals: ΟΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: osmṓdēs Transliteration B: osmōdēs Transliteration C: osmodis Beta Code: o)smw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A = ὀσμήρης, Arist.Sens.443a13 : Comp. ὀδμωδέστερα Thphr.CP2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.

German (Pape)

[Seite 396] ες, = ὀσμήρης, Arist. de sens. 5, 4; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.

Greek Monolingual

ὀσμώδης, -ῶδες (Α) οσμή
πλήρης οσμής, οσμήρης.