Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὁσῶραι: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(6_6)
(29)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁσῶραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε [[ὁσημέραι]].
|lstext='''ὁσῶραι''': Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε [[ὁσημέραι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁσῶραι]] (Μ)<br />[[κάθε]] ώρα, [[κάθε]] [[στιγμή]], σε [[κάθε]] καιρό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. <i>ὅσαι ὧραι</i> (<b>πρβλ.</b> [[οσημέραι]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 401] = ὅσαι ὧραι, jede Stunde, jede Tages- od. Jahreszeit (vgl. ὁσήμεραι), erst Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁσῶραι: Ἐπίρρ. ἀντὶ ὅσαι ὧραι, ἴδε ὁσημέραι.

Greek Monolingual

ὁσῶραι (Μ)
κάθε ώρα, κάθε στιγμή, σε κάθε καιρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ὅσαι ὧραι (πρβλ. οσημέραι)].