ὀψαρτυσία: Difference between revisions
From LSJ
ἐν οἰκίᾳ τυφλῶν καὶ ὁ νυκτάλωψ ὀξυδερκής → even the day-blind is sharp-eyed in a blind house | among the blind, the one-eyed man is king
(6_10) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀψαρτῡσία''': ἡ, ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]], [[βιβλίον]] μαγειρικῆς, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 4, Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 9. | |lstext='''ὀψαρτῡσία''': ἡ, ἡ μαγειρικὴ [[τέχνη]], [[βιβλίον]] μαγειρικῆς, [[Πλάτων]] Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 4, Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 9. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀψαρτυσία]], ἡ (ΑΜ) [[οψαρτυτής]]<br />η [[τεχνική]] παρασκευής του φαγητού, η [[μαγειρική]] [[τέχνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A art of cookery, cookery-book, Pl.Com.173.4, Alex. 135.9; things cooked, like Fr. cuisine, ἀστυκὴ ὀ. Longus 4.16.
German (Pape)
[Seite 432] ἡ, feinere Speisenzubereitung, Kochkunst; Plat. com. bei Ath. I, 5; Long. 4, 16.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψαρτῡσία: ἡ, ἡ μαγειρικὴ τέχνη, βιβλίον μαγειρικῆς, Πλάτων Κωμικ. ἐν «Φάωνι» 1. 4, Ἄλεξ. ἐν «Λίνῳ» 1. 9.
Greek Monolingual
ὀψαρτυσία, ἡ (ΑΜ) οψαρτυτής
η τεχνική παρασκευής του φαγητού, η μαγειρική τέχνη.