οὑτοσί: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(Bailly1_4)
(30)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=[[αὑτηΐ]], [[τουτοΐ]];<br />[[τουτουΐ]], [[ταυτησί]], [[τουτουΐ]];<br /><i>att. c.</i> [[οὗτος]].<br />'''Étymologie:''' [[οὗτος]], -ι.
|btext=[[αὑτηΐ]], [[τουτοΐ]];<br />[[τουτουΐ]], [[ταυτησί]], [[τουτουΐ]];<br /><i>att. c.</i> [[οὗτος]].<br />'''Étymologie:''' [[οὗτος]], -ι.
}}
{{grml
|mltxt=αυτηί, [[τουτί]] (Α [[οὑτοσί]], αὑτηί, [[τουτί]])<br />(νεοελλ. μόνο το αρσ.) ([[εκτεταμένος]] [[τύπος]] της δεικτ. αντων. [[οὗτος]], <i>αὕτη</i>, <i>τοῡτο</i> με το δεικτ. -<i>ί</i>, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή [[πράγμα]]) αυτός εδώ.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[ούτος]]].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 423] αὐτηΐ, τουτί, gen. τουτουΐ u. s. w., plur. οὑτοιΐ, ταυτί, mit verstärkter Hinzeigung, dieserhier, oft bei Att., bes. Ar. u. Plat.; οὑτοσίν vor Vocalen; die Komiker haben im fem. u. neutr., um den Hiatus zu vermeiden, auch αὑτηγί, Ar. Ach. 749, τουτογί, Vesp. 781 Av. 894, oft, ταυταγί, Equ. 492 Av. 171, oft. [Dieses angehängte ι ist immer lang, der vorangchende Diphthong aber wird verkürzt, so daß αὑτηΐ, τουτουΐ Kretiker werden.]

French (Bailly abrégé)

αὑτηΐ, τουτοΐ;
τουτουΐ, ταυτησί, τουτουΐ;
att. c. οὗτος.
Étymologie: οὗτος, -ι.

Greek Monolingual

αυτηί, τουτίοὑτοσί, αὑτηί, τουτί)
(νεοελλ. μόνο το αρσ.) (εκτεταμένος τύπος της δεικτ. αντων. οὗτος, αὕτη, τοῡτο με το δεικτ. -ί, για δακτυλοδεικτούμενο πρόσ. ή πράγμα) αυτός εδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ούτος].