ούτος

From LSJ

ξεῖν’, ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι. → Go tell the Spartans, stranger passing by, that here, obedient to their laws, we lie.

Simonides of Kea

Greek Monolingual

αύτη, τούτο (ΑΜ οὗτος, αὕτη, τοῦτο, γεν. τούτου, ταύτης, τούτου)
(δεικτ. αντων. με την οποία δηλώνεται πρόσωπο ή πράγμα το οποίο βρίσκεται τοπικώς ή χρονικώς κοντά ή είναι παρόν ή για το οποίο γίνεται λόγος)
1. αυτός, τούτος
2. φρ. (με επιρρμ. χρήσεις) α) «διά ταύτα» — γι' αυτό, όθεν
β) «προς τούτο» — γι' αυτό τον λόγο, με αυτό τον σκοπό
γ) «προς τούτοις» — προσέτι, συν τοις άλλοις, ακόμη, επί πλέον
δ) «μετά ταύτα» — ύστερα, κατόπιν
νεοελλ.
φρ. α) «επί τούτω» — επίτηδες
β) «μ' όλον τούτο», «μ' όλα ταύτα», «εν τούτοις» — ωστόσο, όμως
γ) «κατά ταύτα» — σύμφωνα με αυτά
δ) «ως εκ τούτου» — κατ' ακολουθία, ένεκα
αρχ.
Ι. ΧΡΗΣΗ ως προς τη συντακτική συμφωνία της αντωνυμίας με αυτό που δεικνύεται: 1. κυρίως βρίσκεται ως αντωνυμικό ουσιαστικό και το ουδ. συντάσσεται με γεν. («ἐλθεῖν εἰς τοῦτο ὕβρεως», Δημοσθ.)
2. αλλά πολύ συχνά έχει θέση επιθ. και το προσδιοριζόμενο ουσιαστικό συν. λαμβάνει το άρθρο, το οποίο παραλείπεται: α) στους επικούς ποιητές
β) όταν το ουσ. είναι ορισμένο με τέτοιο τρόπο ώστε το άρθρο να μην είναι αναγκαίο («πατὴρ οὗτος σός, ὅνθρηνεῖς ἀεί», Σοφ.)
γ) όταν η αντων. έχει τοπ. εννοια
δ) όταν το όνομα με το οποίο συμφωνεί το ούτος τίθεται ως κατηγορούμενό του («δικαστοῦ αὕτη ἀρετή [ἐστι]», Πλάτ.)
ε) για εκδήλωση περιφρόνησης
3. συχνά η αντων. δεν συμφωνεί με το όν. που έχει τύπο κατηγορουμένου αλλά τίθεται σε ουδ. γένος (α. «οὐκ ἔστι ταῦτα ἀρχή», Αισχίν.
β. «τοῦτο γὰρ ἐστιν ὁ συκοφάντης αἰτιάσασθαι μὲν πάντα ἐξελέγξαι δὲ μηδέν», Δημοσθ.)
4. το ουδ. επίσης χρησιμοποιείται για πρόσ. περιφρονητικά
II. ΣΗΜΑΣΙΑ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ: 1. μερικές φορές δεν δηλώνει το πλησιέστερο αλλά το σπουδαιότερο
2. χρησιμοποιείται για καταφρόνηση, σε αντιδιαστολή με το εκείνος, που δηλώνει έπαινο και δόξα («τούτους τοὺς συκοφάντας», Πλάτ.)
3. συχνά έχει σχεδόν επιρρηματική δύναμη («πολλὰ ὁρῶ ταῦτα πρόβατα» — βλέπω πολλά πρόβατα εδώ, Ξεν.)
4. μερικές φορές τίθεται ως δεικτ. του ος («ἂ γ' ἔλαβες,... μεθεῖναι ταῦτα», Σοφ.)
5. τοιούτος, τέτοιοςοὗτος ἐγὼ ταχύτατι!», Πίνδ.)
6. μετά από παρένθεση το υποκ. επαναλαμβάνεται για έμφαση με το ούτοςοὐδέ γὰρ οὐδέ Ἀριστέης..., οὐδέ οὗτος προσωτέρω... ἔφησε ἀπικέσθαι», Ηρόδ.)
7. (το ταύτα ευρίσκεται σε ιδιαίτερες φράσεις) α) «ταῡτ', ὦ δέσποτα» — μάλιστα, κύριε
β) «ἦν ταύτα» — μάλιστα, βεβαίως
γ) «ταῦτα μὲν δὴ ὑπάρξει» — αυτό θα γίνει
8. (επιρρμ. χρήσεις) α) «ταῦτα» και, σπαν. «τοῦτο» — λοιπόν
β) «καὶ ταῦτα» — και μάλιστα
γ) «τοῦτο μέν..., τοῦτο δέ...,» αφ' ενός μεν, αφ' ετέρου δε
δ) «ἐν τούτῳ»
i) ωστόσο
ii) εντωμεταξύ
ε) «ἐκ τούτου», «ἐκ τούτων» — μετά από αυτά
στ) (η δοτ. του θηλ. επιρρμ.) ταύτῃ
i) σ' αυτό τον τόπο, εδώ
ii) γι' αυτό («μηδὲν ταύτη γε κομήσῃς», Αριστοφ.)
iii) κατ' αυτό τον τρόπο, έτσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. της δεικτικής αντωνυμίας οὗτος, αὕτη, τοῦτο είναι επιτατικό, αλλά αβέβαιης ετυμολ. Το πρώτο στοιχείο του οὑ-, αὑ-, του-, ταυ- περιλαμβάνει πιθ. το θ. του άρθρου , / , το (επαυξημένο με το -υ, πρβλ. πάν-υ και αρχ.ινδ. so < sau), όπως δείχνει ο καταμερισμός τών τ. με ή χωρίς αρκτικό τ- και με αρκτικό το- ή τα- που ανταποκρίνεται στην κλίση του άρθρου. Το δεύτερο στοιχείο του είναι το το
ή τᾱ- (< ΙΕ ρίζα to-, ta-, πρβλ. λατ. is-te, is-ta)
βλ. και τις δεικτικές αντωνυμίες τοίος, τόσος, τηλίκος
Στην αττ. διάλ. η γεν. πληθ. τούτων του αρσ. γένους γενικεύθηκε και στο θηλ. Η βοιωτική, εξάλλου, γενίκευσε σε όλη την κλίση το θ. της ονομ. του ενικού του αρσ. γένους: οὗτον, οὗτο, οὕτᾱ. Υπήρξαν επίσης ταλαντεύσεις μεταξύ τών θεμάτων του- και ταυ-. Η Νέα Ελληνική γενίκευσε το θ. του-: τούτος, τούτη, τούτο, του οποίου έχουμε μερικά παραδείγματα στην όψιμη κιόλας Κοινή. Παρατηρείται επίσης συχνά και ιδιαίτερα στην αττ. επίταση του οὗτος με την προσθήκη του δεικτικού μακρόχρονου μορίου -ι: οὑτοσί, αὑτηί. Ο τ., τέλος, τοτο, που μαρτυρείται σε αγγείο του Διπύλου, ερμηνεύεται δύσκολα όπως και το μυκην. toto. Αν το αττ. τοτο και το μυκην. toto ταυτίζονται, ίσως πρόκειται για σχηματισμό που προήλθε από τον διπλασιασμό του άρθρου (πρβλ. βεδικό tat-tad)].