πάγκλαυστος: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(Bailly1_4) |
(30) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait lamentable;<br /><b>2</b> qui pleure sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κλαίω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> tout à fait lamentable;<br /><b>2</b> qui pleure sans cesse.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶς]], [[κλαίω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάγκλαυστος]] και πάγκλαυτος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> (<b>με παθ. σημ.</b>) αυτός που [[είναι]] από [[κάθε]] [[άποψη]] [[αξιοθρήνητος]] («παγκλαύτων ἀλγεων», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με ενεργ<br />σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, [[γεμάτος]] δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>κλαυ</i>(<i>σ</i>)<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κλαίω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πολύ</i>-<i>κλαυ</i>(<i>σ</i>)<i>τος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
or πάγ-κλαυτος, ον,
A most lamentable, ἄλγη, θέρος, A. Th.368 (lyr.), Pers.822; π. αἰῶνα κοινόν, i.e. death, S.El.1085(lyr.). II Act., all-tearful, Id.Tr.652, Ant. 831 (both lyr.).
German (Pape)
[Seite 435] oder πάγκλαυτος, sehr beklagt, sehr zu beweinen; πάγκλαυτα ἄλγεα, Aesch. Spt. 350; πάγκλαυτον ἐξαμᾷ θέρος, Pers. 808; πάγκλαυστον αἰῶνα, Soph. El. 1074; auch in act. Bdtg, ganz, sehr weinend, ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύστοις, Ant. 825, vgl. Tr. 649; die Lesart schwankt gewöhnlich.
Greek (Liddell-Scott)
πάγκλαυστος: ἢ κάλλιον -κλαυτος, ον, ὁ κατὰ πάντα ἀξιοθρήνητος, Αἰσχύλ. Θήβ. 368, Πέρσ. 822· π. αἰῶνα κοινόν, δηλ. θάνατον, Σοφ. Ἠλ. 1086. ΙΙ. ἐνεργ., ὅλως δακρύων πλήρης, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 652, Ἀντ. 831. ― Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. κλαυτός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 tout à fait lamentable;
2 qui pleure sans cesse.
Étymologie: πᾶς, κλαίω.
Greek Monolingual
πάγκλαυστος και πάγκλαυτος, -ον (Α)
1. (με παθ. σημ.) αυτός που είναι από κάθε άποψη αξιοθρήνητος («παγκλαύτων ἀλγεων», Αισχύλ.)
2. (με ενεργ
σημ.) αυτός που κλαίει διαρκώς, γεμάτος δάκρυα («ὑπ' ὀφρύσι παγκλαύτοις», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + κλαυ(σ)τός (< κλαίω), πρβλ. πολύ-κλαυ(σ)τος].