πάγγεος: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(6_18) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάγγεος''': -ον, ὁ κρατῶν σύμπασαν τὴν γῆν, ἅρμα Ὀρφ. Ὕμν. 58, 8. | |lstext='''πάγγεος''': -ον, ὁ κρατῶν σύμπασαν τὴν γῆν, ἅρμα Ὀρφ. Ὕμν. 58, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάγγεος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κρατά ολόκληρη τη γη<br /><b>2.</b> (για τον ρωμαϊκό δήμο) αυτός που εξουσιάζει ολόκληρη τη γη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γεος</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>γη</i>), με αφομοιωτική [[τροπή]] του -<i>ν</i>- σε -<i>γ</i>-]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A holding the whole earth, ἅρμα Id.H.59.8; δῆμος, of the Roman people, Epigr.Gr.344.10 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 434] voet, für πάγγειος, die ganze Erde umfassend, πάγγεον ἅρμα διώκει δόξα, Orph. H. 58, 8.
Greek (Liddell-Scott)
πάγγεος: -ον, ὁ κρατῶν σύμπασαν τὴν γῆν, ἅρμα Ὀρφ. Ὕμν. 58, 8.
Greek Monolingual
πάγγεος, -ον (Α)
1. αυτός που κρατά ολόκληρη τη γη
2. (για τον ρωμαϊκό δήμο) αυτός που εξουσιάζει ολόκληρη τη γη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -γεος (βλ. λ. γη), με αφομοιωτική τροπή του -ν- σε -γ-].