πάδος: Difference between revisions

From LSJ

λαγὼς τὸν περὶ τῶν κρεῶν τρέχει → save one's bacon, save one's neck, save one's skin

Source
(6_9)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάδος''': ἡ, [[δένδρον]] τι, [[ἴσως]] τὸ padus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3· πρβλ. πῆδος.
|lstext='''πάδος''': ἡ, [[δένδρον]] τι, [[ἴσως]] τὸ padus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3· πρβλ. πῆδος.
}}
{{grml
|mltxt=[[πάδος]], ἡ (Α)<br />[[είδος]] δέντρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αν θεωρηθεί το -<i>ᾱ</i>- του τ. μακρό, [[τότε]] η λ. [[είναι]] ταυτόσημη με τον τ. [[πῆδος]] / [[πηδός]], με [[αλλαγή]] γένους].
}}
}}

Revision as of 12:12, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάδος Medium diacritics: πάδος Low diacritics: πάδος Capitals: ΠΑΔΟΣ
Transliteration A: pádos Transliteration B: pados Transliteration C: pados Beta Code: pa/dos

English (LSJ)

ἡ, prob.

   A = πῆδος 11, Prunus Mahaleb, Thphr.HP4.1.3.

German (Pape)

[Seite 437] ὁ, ein Baum oder Strauch, vielleicht prunus padus.

Greek (Liddell-Scott)

πάδος: ἡ, δένδρον τι, ἴσως τὸ padus, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 1, 3· πρβλ. πῆδος.

Greek Monolingual

πάδος, ἡ (Α)
είδος δέντρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αν θεωρηθεί το -- του τ. μακρό, τότε η λ. είναι ταυτόσημη με τον τ. πῆδος / πηδός, με αλλαγή γένους].