πάναισχρος: Difference between revisions
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6_17) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάναισχρος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[αἰσχρός]], [[ὥστε]] πάναισχρον (τὸ [[πρᾶγμα]]) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη [[τέρψις]] Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45. | |lstext='''πάναισχρος''': -ον, ὁ [[πάνυ]] [[αἰσχρός]], [[ὥστε]] πάναισχρον (τὸ [[πρᾶγμα]]) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη [[τέρψις]] Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ [[πάνυ]] αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[πάναισχρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[άσχημος]], εντελώς [[δύσμορφος]], [[πανάσχημος]], [[παναίσχης]]<br /><b>2.</b> αισχρότατος, [[τελείως]] αναίσχυντος. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παναίσχρως</i> (ΑΜ)<br />αισχρότατα, αναίσχυντα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[αἰσχρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr.172: Sup., παναισχίστη τέρψις AP6.163 (Mel.). Adv. -ρως Plb.4.58.11, Tz.H. 6.44.
German (Pape)
[Seite 456] ganz häßlich, schändlich, B. A. 60; Sp.; superl., παναισχίστην τέρψιν, Mel. 115 (VI, 163).
Greek (Liddell-Scott)
πάναισχρος: -ον, ὁ πάνυ αἰσχρός, ὥστε πάναισχρον (τὸ πρᾶγμα) δοκεῖν ἐξεταζόμενον Δίων Χρυσ. 1. 584· ὑπερθετ. παναισχίστη τέρψις Ἀνθολ. Π. 6. 163. - Ἐπίρρ. -ρως, διάφ. γραφ. ἀντὶ τοῦ πάνυ αἰσχρῶς, Πολύβ. 4. 58, 11, Τζέτζ. Ἱστ. 6, 45.
Greek Monolingual
πάναισχρος, -ον (Α)
1. πάρα πολύ άσχημος, εντελώς δύσμορφος, πανάσχημος, παναίσχης
2. αισχρότατος, τελείως αναίσχυντος.
επίρρ...
παναίσχρως (ΑΜ)
αισχρότατα, αναίσχυντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + αἰσχρός.