πάνοπτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either

Plato, Apology 21d
(6_15)
(30)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πάνοπτος''': ον ([[ὄψομαι]]) «ὁ [[πανταχόθεν]] φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.
|lstext='''πάνοπτος''': ον ([[ὄψομαι]]) «ὁ [[πανταχόθεν]] φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φαίνεται από [[παντού]], αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ύπ</i>-<i>οπτος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάνοπτος Medium diacritics: πάνοπτος Low diacritics: πάνοπτος Capitals: ΠΑΝΟΠΤΟΣ
Transliteration A: pánoptos Transliteration B: panoptos Transliteration C: panoptos Beta Code: pa/noptos

English (LSJ)

ον, (ὄψομαι)

   A seen of all, fully visible, Hsch.

German (Pape)

[Seite 461] von Allen gesehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πάνοπτος: ον (ὄψομαι) «ὁ πανταχόθεν φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. ύπ-οπτος].