πάνοπτος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(6_15) |
(30) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάνοπτος''': ον ([[ὄψομαι]]) «ὁ [[πανταχόθεν]] φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ. | |lstext='''πάνοπτος''': ον ([[ὄψομαι]]) «ὁ [[πανταχόθεν]] φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που φαίνεται από [[παντού]], αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὀπτός]] (Ι) (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀπ</i>- του [[ὄπωπα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ύπ</i>-<i>οπτος</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (ὄψομαι)
A seen of all, fully visible, Hsch.
German (Pape)
[Seite 461] von Allen gesehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάνοπτος: ον (ὄψομαι) «ὁ πανταχόθεν φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. ύπ-οπτος].