παρεμπορεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ πονηρόν, χρηστὸν ὅταν εἴπῃ λόγον → Cum recta fatur, improbum odi maxime → Den Schlechten hass' ich, wenn ein gutes Wort er spricht

Menander, Monostichoi, 352
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=négocier par surcroît, <i>fig.</i> traiter en passant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμπορεύομαι]].
|btext=négocier par surcroît, <i>fig.</i> traiter en passant, acc..<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἐμπορεύομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εμπορεύομαι]] [[κάτι]] εκ περισσού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[παρέχω]] [[ευχαρίστηση]] με την [[διδασκαλία]] («ἡ [[ιστορία]] εἰ μὲν [[ἄλλως]] τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.).
}}
}}

Revision as of 12:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεμπορεύομαι Medium diacritics: παρεμπορεύομαι Low diacritics: παρεμπορεύομαι Capitals: ΠΑΡΕΜΠΟΡΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: paremporeúomai Transliteration B: paremporeuomai Transliteration C: paremporeyomai Beta Code: paremporeu/omai

English (LSJ)

   A traffic in besides : metaph., μικρὰ π. τῆς ἀφροδίτης Alciphr.Fr.6.16 ; τὸ τερπνὸν π. yield delight besides instruction, Luc.Hist.Conscr.9.

German (Pape)

[Seite 515] nebenbei womit handeln; übertr., nebenher verschaffen od. gewähren, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, d. i. neben der Belehrung auch Ergötzung gewähren, Luc. hist. conscr. 9.

Greek (Liddell-Scott)

παρεμπορεύομαι: ἀποθ., ἐμπορεύομαι προσέτι, ἐκ περισσοῦ, - μεταφορ., παρέχω τέρψιν σὺν τῇ διδασκαλίᾳ, ἡ ἱστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἂν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 9.

French (Bailly abrégé)

négocier par surcroît, fig. traiter en passant, acc..
Étymologie: παρά, ἐμπορεύομαι.

Greek Monolingual

Α
1. εμπορεύομαι κάτι εκ περισσού
2. μτφ. παρέχω ευχαρίστηση με την διδασκαλία («ἡ ιστορία εἰ μὲν ἄλλως τὸ τερπνὸν παρεμπορεύσαιτο, πολλοὺς ἄν τοὺς ἐραστὰς ἐπισπάσαιτο», Λουκ.).