πᾶσις: Difference between revisions
From LSJ
Αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → You will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is
(6_9) |
(31) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πᾶσις''': ἡ, (*[[πάομαι]]) «[[κτῆσις]]» Ἡσύχ. | |lstext='''πᾶσις''': ἡ, (*[[πάομαι]]) «[[κτῆσις]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κτήση]], [[απόκτηση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πᾱ</i>- του άχρηστου ενεστ. [[πάομαι]] «[[είμαι]] [[κύριος]], [[αποκτώ]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σις</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:15, 29 September 2017
English (LSJ)
εως, ἡ, (πάομαι)
A acquisition, possession, Hsch. ; cj. in B.9.42 ; μοιριδία π. prob. for πρᾶσις in Philic. in Stud.Ital.9.44.
German (Pape)
[Seite 531] ἡ, Erwerb, Besitz, κτῆσις, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πᾶσις: ἡ, (*πάομαι) «κτῆσις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κτήση, απόκτηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πᾱ- του άχρηστου ενεστ. πάομαι «είμαι κύριος, αποκτώ» + κατάλ. -σις].