πατρορραίστης: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(6_19)
(31)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πατρορραίστης''': -ου, ὁ, ὁ [[πατροκτόνος]]. - [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».
|lstext='''πατρορραίστης''': -ου, ὁ, ὁ [[πατροκτόνος]]. - [[Κατὰ]] τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) ο [[πατροκτόνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πατήρ]], <i>πατρός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ρραίστης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥαίω]] «[[συντρίβω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>λυκο</i>-<i>ρραίστης</i>].
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πατρορραίστης Medium diacritics: πατρορραίστης Low diacritics: πατρορραίστης Capitals: ΠΑΤΡΟΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: patrorraístēs Transliteration B: patrorraistēs Transliteration C: patrorraistis Beta Code: patrorrai/sths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A parricide, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πατρορραίστης: -ου, ὁ, ὁ πατροκτόνος. - Κατὰ τὸν Σουΐδ.: «ὁ τὸν πατέρα τύπτων».

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) ο πατροκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πατήρ, πατρός + -ρραίστης (< ῥαίω «συντρίβω»), πρβλ. λυκο-ρραίστης].