πείρασις: Difference between revisions

From LSJ

μὴ δῶτε τὸ ἅγιον τοῖς κυσὶν μηδὲ βάλητε τοὺς μαργαρίτας ὑμῶν ἔμπροσθεν τῶν χοίρων → give not that which is holy unto the dogs, neither cast ye your pearls before swine

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />essai de corruption.<br />'''Étymologie:''' [[πειράω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />essai de corruption.<br />'''Étymologie:''' [[πειράω]].
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[πειρώ</i> / [[πειρώμαι]]<br /><b>1.</b> [[δοκιμή]], [[δοκιμασία]], [[απόπειρα]], [[ιδίως]] για [[αποπλάνηση]]<br /><b>2.</b> [[απαγωγή]], [[αποπλάνηση]] («τὸν δ' οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», <b>Θουκ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πείρᾱσις Medium diacritics: πείρασις Low diacritics: πείρασις Capitals: ΠΕΙΡΑΣΙΣ
Transliteration A: peírasis Transliteration B: peirasis Transliteration C: peirasis Beta Code: pei/rasis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A attempt, D.C.47.25 ; esp. at seduction, Th. 6.56.

German (Pape)

[Seite 545] ἡ, das Versuchen, Erproben, die Versuchung, Thuc. 6, 56.

Greek (Liddell-Scott)

πείρᾱσις: ἡ, ἀπόπειρα πρὸς ἀποπλάνησιν νέου, τὸν δ’ οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν Δίων Κ. 36. 37· μάλιστα ἀπαγωγή, ἀποπλάνησις, Θουκ. 6. 56.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
essai de corruption.
Étymologie: πειράω. {{grml |mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[πειρώ / πειρώμαι
1. δοκιμή, δοκιμασία, απόπειρα, ιδίως για αποπλάνηση
2. απαγωγή, αποπλάνηση («τὸν δ' οὖν Ἁρμόδιον ἀπαρνηθέντα τὴν πείρασιν... προυπηλάκισεν», Θουκ.). }}