περίδακρυς: Difference between revisions
From LSJ
Εἰ μὲν ἐπ' ἀμφοτέροισιν, Ἔρως, ἴσα τόξα τιταίνεις, εἶ θεός (Rufinus, Greek Anthology 5.97) → If, Eros, you're stretching your bow at both equally, then you're a god.
(6_22) |
(32) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίδακρυς''': υ, ὁ ἐπὶ πολὺ κλαίων, [[πλήρης]] δακρύων Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 330, Ἐκκλ. | |lstext='''περίδακρυς''': υ, ὁ ἐπὶ πολὺ κλαίων, [[πλήρης]] δακρύων Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 330, Ἐκκλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-υ, ΝΑ<br />[[γεμάτος]] δάκρυα, αυτός που κλαίει [[πάρα]] πολύ και χύνει [[πικρά]] δάκρυα, [[δακρύβρεκτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δάκρυ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
υ,
A tearful gloss on ἀμφιδάκρυτος, Sch.E.Ph.330.
German (Pape)
[Seite 572] = Folgdm, Schol. Eur. Phoen. 332.
Greek (Liddell-Scott)
περίδακρυς: υ, ὁ ἐπὶ πολὺ κλαίων, πλήρης δακρύων Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 330, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
-υ, ΝΑ
γεμάτος δάκρυα, αυτός που κλαίει πάρα πολύ και χύνει πικρά δάκρυα, δακρύβρεκτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δάκρυ].