περιπάσσω: Difference between revisions

From LSJ

πολιτεύω πόλεμον ἐκ πολέμου → make perpetual war the principle of government

Source
(6_5)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιπάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πάσω, [[πάσσω]] ἢ πασπαλίζω ὁλόγυρα, [[ὀρίγανον]] Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλει.» 1. 28· [[ἄλευρον]] π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Θεοφρ. περὶ. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146. - Παθ., πάσσομαι, πασπαλίζομαι, ὑπ’ ὀριγάνου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τινι, μέ τι, Γαλην. 6. 533· - ῥηματ. ἐπίθ., περίπαστος, ον, ὁλόγυρα πασπαλισμένος, Ἱππ. 560. 51, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 293F.
|lstext='''περιπάσσω''': Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πάσω, [[πάσσω]] ἢ πασπαλίζω ὁλόγυρα, [[ὀρίγανον]] Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλει.» 1. 28· [[ἄλευρον]] π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Θεοφρ. περὶ. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146. - Παθ., πάσσομαι, πασπαλίζομαι, ὑπ’ ὀριγάνου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τινι, μέ τι, Γαλην. 6. 533· - ῥηματ. ἐπίθ., περίπαστος, ον, ὁλόγυρα πασπαλισμένος, Ἱππ. 560. 51, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 293F.
}}
{{grml
|mltxt=και αττ. τ. [[περιπάττω]] Α<br />[[πασπαλίζω]] [[κάτι]] [[ολόγυρα]] («[[ἄλευρον]] περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πάσσω]] «[[πασπαλίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπάσσω Medium diacritics: περιπάσσω Low diacritics: περιπάσσω Capitals: ΠΕΡΙΠΑΣΣΩ
Transliteration A: peripássō Transliteration B: peripassō Transliteration C: peripasso Beta Code: peripa/ssw

English (LSJ)

Att. περιπάττω,

   A strew, sprinkle all round, ὀρίγανον Sotad. Com.1.28 ; τενθίδας ἡδύσμασι Alex.84.4 ; ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Thphr.HP9.1.7, cf. Arist.Mir.845a32 :—Pass., to be sprinkled, ὑπ' ὀριγάνου Id.HA534b22 ; τινι with a thing, Gal.6.533.

German (Pape)

[Seite 586] att. -ττω (s. πάσσω), umstreuen, ringsum bestreuen; περιπάσας ὀρίγανον, Sotad. com. bei Ath. VII, 293 e; Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

περιπάσσω: Ἀττ. -ττω, μέλλ. -πάσω, πάσσω ἢ πασπαλίζω ὁλόγυρα, ὀρίγανον Σωτάδ. ἐν «Ἐγκλει.» 1. 28· ἄλευρον π. αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν Θεοφρ. περὶ. Φυτ. Ἱστ. 9. 1, 7, πρβλ. Ἀριστ. π. Θαυμασ. 146. - Παθ., πάσσομαι, πασπαλίζομαι, ὑπ’ ὀριγάνου ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 27· τινι, μέ τι, Γαλην. 6. 533· - ῥηματ. ἐπίθ., περίπαστος, ον, ὁλόγυρα πασπαλισμένος, Ἱππ. 560. 51, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 293F.

Greek Monolingual

και αττ. τ. περιπάττω Α
πασπαλίζω κάτι ολόγυραἄλευρον περιπάττει αὐτῷ πρὸς τὴν πῆξιν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + πάσσω «πασπαλίζω»].