πιθανολόγημα: Difference between revisions

From LSJ

Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news

Sophocles, Antigone, 277
(6_21)
(32)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''πιθανολόγημα''': τό, [[λόγος]] [[πιθανός]], [[πιθανολογία]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.
|lstext='''πιθανολόγημα''': τό, [[λόγος]] [[πιθανός]], [[πιθανολογία]], Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[πιθανολογώ]]<br /><b>1.</b> [[πιθανός]] [[λόγος]] ή [[γνώμη]] για την [[πιθανότητα]] ενός πράγματος<br /><b>2.</b> [[επιχείρημα]] που βασίζεται σε πιθανότητες.
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῐθᾰνολόγημα Medium diacritics: πιθανολόγημα Low diacritics: πιθανολόγημα Capitals: ΠΙΘΑΝΟΛΟΓΗΜΑ
Transliteration A: pithanológēma Transliteration B: pithanologēma Transliteration C: pithanologima Beta Code: piqanolo/ghma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A probable argument, Sch.E.Hec. 258.

Greek (Liddell-Scott)

πιθανολόγημα: τό, λόγος πιθανός, πιθανολογία, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. σ. 255.

Greek Monolingual

το, ΝΑ πιθανολογώ
1. πιθανός λόγος ή γνώμη για την πιθανότητα ενός πράγματος
2. επιχείρημα που βασίζεται σε πιθανότητες.