πίλεος: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...

Source
(6_14)
(32)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πίλεος''': ὁ, ([[πῖλος]]) Λατ. pileus, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.
|lstext='''πίλεος''': ὁ, ([[πῖλος]]) Λατ. pileus, [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />ο [[πίλος]], το [[κάλυμμα]] της κεφαλής από [[πίλημα]] που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία [[Ρώμη]] («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ [[καθόλου]] τοιαύτῃ διασκευῇ [[κεχρημένος]] οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>pil</i>(<i>l</i>)<i>eus</i> «[[πίλος]], τσόχινο [[καπέλο]]» (<b>βλ. λ.</b> [[πίλος]])].
}}
}}

Revision as of 12:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίλεος Medium diacritics: πίλεος Low diacritics: πίλεος Capitals: ΠΙΛΕΟΣ
Transliteration A: píleos Transliteration B: pileos Transliteration C: pileos Beta Code: pi/leos

English (LSJ)

ὁ, (πῖλος) = Lat.

   A pileus, cj. in Plb.30.18.3 ; cf. πιλίον.

German (Pape)

[Seite 615] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.

Greek (Liddell-Scott)

πίλεος: ὁ, (πῖλος) Λατ. pileus, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πίλος, το κάλυμμα της κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pil(l)eus «πίλος, τσόχινο καπέλο» (βλ. λ. πίλος)].