πίλεος

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πίλεος Medium diacritics: πίλεος Low diacritics: πίλεος Capitals: ΠΙΛΕΟΣ
Transliteration A: píleos Transliteration B: pileos Transliteration C: pileos Beta Code: pi/leos

English (LSJ)

ὁ, (πῖλος) = Lat. pileus, cj. in Plb.30.18.3; cf. πιλίον.

German (Pape)

[Seite 615] der pileus der römischen Freigelassenen, Pol. 30, 16, 3.

Russian (Dvoretsky)

πίλεος: (ῑ) ὁ (лат. pileus) войлочная шапка (надевавшаяся на римск. рабов при их продаже или отпущении на волю) Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

πίλεος: ὁ, (πῖλος) Λατ. pileus, κάλυμμα τῆς κεφαλῆς διδόμενον ὑπὸ τῶν Ρωμαίων εἰς τοὺς δούλους ἐπὶ τῇ ἀπελευθερώσει αὐτῶν, Πολύβ. 30. 16, 3.

Greek Monolingual

ὁ, Α
ο πίλος, το κάλυμμα της κεφαλής από πίλημα που φορούσαν οι απελεύθεροι στην αρχαία Ρώμη («πίλεον ἔχων... καὶ καλικίους καὶ καθόλου τοιαύτῃ διασκευῇ κεχρημένος οἵαν ἔχουσιν oἱ προσφάτως ἠλευθερωμένοι παρὰ Ῥωμαίοις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pil(l)eus «πίλος, τσόχινο καπέλο» (βλ. λ. πίλος)].