πλιχάς: Difference between revisions

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source
(6_4)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλῐχάς''': -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.
|lstext='''πλῐχάς''': -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.
}}
{{grml
|mltxt=και πλιγάς, -[[άδος]], ή, Α<br />το [[μέρος]] του σώματος που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στους μηρούς και στο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλιχ</i>-/<i>πλιγ</i>- του [[πλίσσομαι]] «[[βηματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>περιπε</i>-<i>πλίχ</i>-<i>θαι</i>, <i>περιπε</i>-<i>πλιγ</i>-<i>μένα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]].
}}
}}

Revision as of 12:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλῐχάς Medium diacritics: πλιχάς Low diacritics: πλιχάς Capitals: ΠΛΙΧΑΣ
Transliteration A: plichás Transliteration B: plichas Transliteration C: plichas Beta Code: plixa/s

English (LSJ)

άδος, ἡ,

   A inside of the thighs, fork, perineum, Hp.Fract.20, Art.54, Ruf.Onom.108 (pl.), Aret.CA2.9, etc.; πλιγάς, Gal.18(2).522; πλίχος, εος, τό, Sch.Od.6.318.

German (Pape)

[Seite 637] άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πλῐχάς: -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.

Greek Monolingual

και πλιγάς, -άδος, ή, Α
το μέρος του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ-/πλιγ- του πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε-πλίχ-θαι, περιπε-πλιγ-μένα) + κατάλ. -άς, -άδος].