πολιστής: Difference between revisions
From LSJ
(6_19) |
(33) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολιστής''': -οῦ, ὁ, ([[πολίζω]]) ὁ [[οἰκιστής]], θεμελιωτὴς πόλεως, [[λέξις]] ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 6, «[[οἰκιστής]], οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ [[κτίστης]]»· ἀλλ’ [[ἴσως]] πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296. | |lstext='''πολιστής''': -οῦ, ὁ, ([[πολίζω]]) ὁ [[οἰκιστής]], θεμελιωτὴς πόλεως, [[λέξις]] ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ [[Πολυδ]]. Θ΄, 6, «[[οἰκιστής]], οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ [[κτίστης]]»· ἀλλ’ [[ἴσως]] πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πολίζω]]<br />[[ιδρυτής]] πόλης. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:19, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ, (πολίζω)
A founder of a city, rejected by Poll.9.6.
German (Pape)
[Seite 656] ὁ, der Erbauer einer Stadt; Eur. frg. bei Lycurg. 24; Ios.
Greek (Liddell-Scott)
πολιστής: -οῦ, ὁ, (πολίζω) ὁ οἰκιστής, θεμελιωτὴς πόλεως, λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 6, «οἰκιστής, οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ κτίστης»· ἀλλ’ ἴσως πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296.