πολιστής

From LSJ

Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 246
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιστής Medium diacritics: πολιστής Low diacritics: πολιστής Capitals: ΠΟΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: polistḗs Transliteration B: polistēs Transliteration C: polistis Beta Code: polisth/s

English (LSJ)

πολιστοῦ, ὁ, (πολίζω) founder of a city, rejected by Poll.9.6.

German (Pape)

[Seite 656] ὁ, der Erbauer einer Stadt; Eur. frg. bei Lycurg. 24; Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πολιστής: -οῦ, ὁ, (πολίζω) ὁ οἰκιστής, θεμελιωτὴς πόλεως, λέξις ἀποδοκιμαζομένη ὑπὸ τοῦ Πολυδ. Θ΄, 6, «οἰκιστής, οἰκίζων, πολίζων, οὐ μὴν καὶ πολιστὴς καὶ κτίζων καὶ κτίστης»· ἀλλ’ ἴσως πρέπει καὶ νὰ ἀποκατασταθῇ (ἀντὶ τοῦ πλείστοις) ἐν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 1, 5, πρβλ. Στράβ. 296.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πολίζω
ιδρυτής πόλης.