πολύμισθος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(6_18)
(33)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολύμισθος''': -ον, ὁ πολὺν μισθὸν λαμβάνων, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 2.
|lstext='''πολύμισθος''': -ον, ὁ πολὺν μισθὸν λαμβάνων, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 2.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη [[ανταμοιβή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μισθός]] «[[ανταμοιβή]]» (<b>πρβλ.</b> <i>ολιγό</i>-<i>μισθος</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύμισθος Medium diacritics: πολύμισθος Low diacritics: πολύμισθος Capitals: ΠΟΛΥΜΙΣΘΟΣ
Transliteration A: polýmisthos Transliteration B: polymisthos Transliteration C: polymisthos Beta Code: polu/misqos

English (LSJ)

ον,

   A receiving much pay or hire, v.l. in AP5.1.

German (Pape)

[Seite 666] viel Lohn oder Sold nehmend, Ep. ad. 56 (V, 2 steht βαρύμισθος).

Greek (Liddell-Scott)

πολύμισθος: -ον, ὁ πολὺν μισθὸν λαμβάνων, διάφ. γραφ. ἐν Ἀνθ. Π. 5. 2.

Greek Monolingual

-ον, Α
(για πράξεις φιλανθρωπίας) αυτός για τον οποίο υπάρχει πλουσιοπάροχη ανταμοιβή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + μισθός «ανταμοιβή» (πρβλ. ολιγό-μισθος)].